- ποτισπαστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α(δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης τής πόρτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + -σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα -τήρ), πρβλ. επι-σπαστήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.